μαλακοδερμος

μαλακοδερμος
    μαλακόδερμος
    μαλᾰκό-δερμος
    2
    с мягкой кожицей
    

(ᾠά Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μαλακοδερμος" в других словарях:

  • μαλακόδερμος — η, ο (Α μαλακόδερμος, ον) αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη… …   Dictionary of Greek

  • μαλακόδερμον — μαλακόδερμος soft skinned masc/fem acc sg μαλακόδερμος soft skinned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακοδέρμων — μαλακόδερμος soft skinned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόδερμα — μαλακόδερμος soft skinned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • μαλακόδερμα — τα ζωολ. βλ. μαλακόδερμος …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»